- αγιόλεκτος
- ἁγιόλεκτος, -ον (Μ)ο εκλεκτός σε αγιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + λέγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγιολεκτώ — ἁγιολεκτῶ ( έω) (Μ) [ἀγιόλεκτος] καλώ, προσφωνώ «άγιο» κάποιον εκκλησιαστικό ή μοναχό … Dictionary of Greek